ΧΑΝΙ ΚΩΣΤΑΡΙΚΑ
Στην οδό Καραϊσκάκη, δίπλα από την γωνία με την οδό Μάκρη, όπου προπολεμικά ήταν το Καφενείου Φέλου, κοντά στις Εφτά βρύσες, ήταν το χάνι του Μπογιατζή (η Βογιατζή), με καταγωγή από την Γούρα. Ο Βογιατζής στο τέλος του 19ου αιώνα, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Γούρα, γιατί μεγάλο νοικοκύρης όπως ήταν, κινδύνευε από τους ληστές που λυμαίνονταν στην περιοχή. Πούλησε την περιουσία του στη Γούρα κι αγόρασε στη Λαμία διαφορά χωράφια και ακίνητα με βασική αγορά το παλιό τουρκικό χάνι στην οδό Καραϊσκάκη.
Η αγορά έγινε με το υπ' αριθμ. 11119 της 11/2/1912, από τους αδελφούς Νικόλαο, Ευθύμιο και Χρήστο Μουτσόπουλο, οι οποίοι ήταν πανδοχείς. Οι χώροι του χανιού, κύριοι και βοηθητικοί, μετά των παραρτημάτων και παρακολουθημάτων, περιγράφονται στο ξι9συμβόλαιο. Αναφέρονται και ορισμένα κινητά αντικείμενα : 5 ποτήρια οίνου, 3 μπουκάλια ποτών, 1 γραφείο χανιού, 1 ποτιστήρι κ. α.
Το 1900 περίπου, ο μικρός τότε ηλικίας 11 ετών ΜΗΤΣΟΣ ΚΩΣΤΑΡΙΚΑΣ, αφού τελείωσε το σχολείο, συνοδευόμενος από τον θείο του, αδελφό της μητέρας του, φεύγουν από ένα χωριό της Ηπείρου για καλύτερη τύχη στην παλιά Ελλάδα. Το χωριό τους, ΠΡΟΣΒΑΛΑ τότε, σήμερα ονομάζεται ΒΑΘΥΠΕΔΟ.
Όπως ο ίδιος έλεγε ήταν τόσο άγονο που << πήγαινε το μπ'λαρ' με καινούργια πέταλα και γύρναγε κ'τσαίνουντα, χορταρ δεν φύτρωνε πέτρα παν' στην Πέτρα >> τα λόγια του..
Έφυγε από το Βαθύπεδο με τα καθημερινά του ρούχα, και με γουρ'νοτσάρουχα, ποδαράδα, με ένα ταγάρι στον ώμο κι ένα ζευγάρι παπούτσια στον τορβά, να τα φοράει όταν φτάνανε στις πόλεις. Ήταν η εποχή που οι Ηπειρώτες ξενιτεύοταν κατά κύματα, με τις συντεχνίες τους στα Βαλκάνια και την ελεύθερη Ελλάδα, για ανεύρεση δουλειάς, για να γλιτώσουν από την καταπίεση των Τούρκων και πάνω από όλα από την έλλειψη ασφαλείας, γιατί ληστρικές συμμορίες τουρκαλβανών λυμαίνονταν σε Μακεδονία και Ήπειρο. Τότε έφτασαν στην Φθιώτιδα, μεταξύ άλλων κτιστες πέτρας, μυλωνά δες και άλλοι τεχνίτες.
Ο μικρός τότε ΜΗΤΣΟΣ ΚΩΣΤΑΡΙΚΑΣ έφτασε με τον θείο του στην Λαμία και κατέλυσαν στο χάνι του Μπογιατζή. Εκεί, αρχίζει να δουλεύει μικρός υπάλληλος για όλες τις δουλειές. Καθαριότητα, παραλαβή και παράδοση ζώων, τάισμα, πότισμα, διάφορα θελήματα, κουβάλημα πραγμάτων στον σπίτι του αφεντικού. Μεγαλώνει μέσα στο Χάνι. Εκτιμάει ο Μπογιατζής τον χαρακτήρα και την εντιμότητα του και του προτείνει να αγοράσει το χάνι, αφού τα παιδιά του ίδιου έκαναν άλλες δουλειές. Γίνεται η αγοραπωλησία, πληρώνοντας ο Κωσταρίκας τα μισά λεφτά, τα οποία είχε συγκεντρώσει από την εργασία του με μεγάλη οικονομία ενώ τα υπόλοιπα θα τα έδινε αργότερα.
Εν τω μεταξύ παντρεύεται, και σε μια εποχή σοβαρής αρρώστιας της γυναίκας του, αναγκάζεται να πουλήσει πάλι το χάνι στον Βογιατζή, και να το δουλεύει με ενοίκιο για χρόνια, μέχρι που το χάνι έκλεισε.
Ο Κωσταρίκας κράτησε το χάνι σε υψηλό επίπεδο παρότι, ο δρόμος και η περιοχή στις επτά Βρύσες, συγκέντρωνε οίκους ανοχής της εποχής, πράγμα βέβαια που ασφαλώς θα διευκόλυνε ορισμένους πελάτες.
Οι χώροι στο χάνι ήταν οι απαραίτητοι, μεγάλοι και βολικοί. Μια διπλή ξύλινη πόρτα ήταν η κυρία είσοδος, με μάνταλα και σιδεριές ασφάλιζε το βράδυ καλά. Είχε καλντερίμι στο διάδρομο και δεξιά ένα καμαράκι χρησίμευε για γραφείο. Εκεί άφηναν οι πελάτες τα τροβάδια. Άλλος χώρος δίπλα, ήταν για τα σαμάρια, τα χάμουρα, τις λαιμαριές, τα μεγάλα σακιά, δέματα, κιβώτια, και άλλα χοντρά ψώνια. Δίπλα, ξύλινη σκάλα, ανέβαινες στα δωμάτια για ύπνο. Ο στάβλος έφτανε μέχρι την οδό Ανδρούτσου, πίσω από τον Μητροπολιτικό Ναό, όπου υπήρχε και δεύτερη πόρτα, βρύσες, ποτίστρες, παχνιά στην σειρά και αποθήκες με ζωοτροφές, διαφόρων ειδών, αγορασμένες στον καιρό τους, που υπολογιζόνταν και ζυγίζονταν για την πληρωμή.
Το καθάρισμα ξεκινούσε με το μάζεμα της κοπριάς, με τις τσουγκράνες, μετά σκούπισμα καλό με τις αφανές, σκούπες από φυσικό θάμνο που ξερίζωναν και ήταν αντοχής, για μεγάλη χρήση. Την κοπριά την πουλούσε στους περιβολάρηδες των Πηγαδουλίων και σε άλλους γεωργούς.
Το χάνι έκλεισε το 1962, με την συνταξιοδότηση του Μήτσου ΚΩΣΤΑΡΙΚΑ, ο οποίος πέθανε σε Ηλικία 93 ετών.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΙΩΤΗΣ